ἐπαλείφει

ἐπαλείφει
ἐπαλείφω
smear over
pres ind mp 2nd sg
ἐπαλείφω
smear over
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρογχογραφία — Ακτινολογική μέθοδος διερεύνησης του βρογχικού δέντρου, δηλαδή ενός από τα πιο σημαντικά μέρη του αναπνευστικού συστήματος. Συνίσταται στην εκτέλεση και ανάγνωση ακτινογραφιών του θώρακα, αφού προηγηθεί η εισαγωγή, σε έναν ή περισσότερους… …   Dictionary of Greek

  • γανωματής — ο [γάνωμα] εκείνος που γανώνει, που επαλείφει με κασσίτερο χάλκινα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο …   Dictionary of Greek

  • καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”